υπίχνιος

υπίχνιος
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τόν πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμα («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐν-ίχνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπίχνιον — ὑπίχνιος under the foot masc/fem acc sg ὑπίχνιος under the foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπιχνίῳ — ὑπίχνιος under the foot masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”